Η “μετάλλαξη” είναι έννοια-κλειδί στην κριτική που ασκείται στον ΣΥΡΙΖΑ από τα αριστερά (αλλά και από τα δεξιά του, αν και από διαφορετική σκοπιά). Είναι αλήθεια ότι η χρήση της δεν χαρακτηρίζεται από την αναγκαία σαφήνεια. Εκφέρεται μάλλον ως αξίωμα, προκειμένου να θεμελιώσει μια πολιτική ανάλυση. Είναι χρήσιμη ως στερεότυπο πολεμικής (λόγω της αρνητικής της φόρτισης). Δικαιώνει τη διάσπαση και συσπειρώνει τους αποχωρήσαντες στην προοπτική ενός νέου συλλογικού εγχειρήματος. Λειτουργεί ως ένα ισχυρό πολιτικό φετίχ.
Συνδεδεμένη με άλλα δύο μοτίβα – αυτό των απορφανισμένων από πολιτική εκπροσώπηση κοινωνικών δυνάμεων του δημοψηφισματικού ΟΧΙ και αυτό της προδομένης ρήξης, συνιστούν τον πυρήνα της σφοδρής κριτικής και της τελεσίδικης απόρριψης του ΣΥΡΙΖΑ ως έκφρασης του αριστερού ριζοσπαστισμού, που συνοψίζεται σχηματικά στα παρακάτω :
* Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει “μεταλλαχθεί” σε μνημονιακό (δηλαδή σε νεοφιλελεύθερο) κόμμα και μάλιστα με τρόπο αμετάκλητο. Δεν μπορεί επομένως (και προφανώς δεν ενδιαφέρεται) να εκπροσωπήσει πολιτικά «το μπλοκ των κοινωνικών δυνάμεων του ΟΧΙ του δημοψηφίσματος, αποτελούμενο από υποτελείς κοινωνικές τάξεις» [Ιωακείμογλου]• ένα “μπλοκ” (δηλαδή μια λίγο-πολύ οργανική κοινωνική ενότητα) – φορέα του ριζοσπαστισμού της “ρήξης”, την αντίληψη της οποίας
εγκατέλειψε ο “μεταλλαγμένος” ΣΥΡΙΖΑ, εντασσόμενος στο καθεστωτικό μνημονιακό στρατόπεδο• ένα “μπλοκ” το οποίο εντούτοις εξακολουθεί να υπάρχει ως τέτοιο, αναμένοντας μια νέα πολιτική εκπροσώπηση από έναν αυθεντικά ριζοσπαστικό-αριστερό φορέα, του οποίου η συγκρότηση επείγει.
εγκατέλειψε ο “μεταλλαγμένος” ΣΥΡΙΖΑ, εντασσόμενος στο καθεστωτικό μνημονιακό στρατόπεδο• ένα “μπλοκ” το οποίο εντούτοις εξακολουθεί να υπάρχει ως τέτοιο, αναμένοντας μια νέα πολιτική εκπροσώπηση από έναν αυθεντικά ριζοσπαστικό-αριστερό φορέα, του οποίου η συγκρότηση επείγει.
Aυτή η “συνεκτική” ακολουθία πολιτικής λογικής, που προτείνεται ως η “φαινομενολογία της έκπτωσης του ΣΥΡΙΖΑ” και που επαναλαμβάνεται με δευτερεύουσες παραλλαγές σε πλήθος άρθρων και δημόσιων τοποθετήσεων, παρουσιάζει ωστόσο σημαντικά κενά και αντιφάσεις για τα οποία οι φορείς της χρωστούν συγκεκριμένες διευκρινήσεις. Αυτές ίσως να κλόνιζαν βεβαιότητες και συμπαγείς ερμηνείες, θα μπορούσαν όμως να προκαλέσουν μια περισσότερο κριτική προσέγγιση των πραγμάτων και την αποκατάσταση ενός κλίματος διαλόγου γύρω από μια πρωτότυπη κοινωνική και πολιτική κατάσταση που δεν χωρά σε μανιχαϊστικά σχήματα.
Υπάρχουν, ας πούμε, μερικά σημαντικά ερωτήματα, γύρω από τα οποία εκδηλώνεται μια αμήχανη ταλάντευση : Είναι η (προϋπάρχουσα) μετάλλαξη αυτή που οδηγεί την κυβέρνηση στην ολέθρια συνθηκολόγηση, ή είναι η αποφασιστική στιγμή της μετωπικής σύγκρουσης με τον αντίπαλο αυτή που πυροδοτεί την μετάλλαξη ως επιλογή του «Αλέξη Τσίπρα και της παρέας του» ; Είναι δηλαδή η μετάλλαξη μια διαδικασία που ξεδιπλώνεται για μια ολόκληρη περίοδο, με συγκεκριμένους σταθμούς-ορόσημα (την οποία κανείς μας δεν αντιλήφθηκε και για την οποία δεν μιλήσαμε εγκαίρως), ή είναι μια αιφνίδια τομή πραξικοπηματικού χαρακτήρα ;
Aκόμα : Αποτελούν οι δυνάμεις του ΟΧΙ μια διαρθρωμένη κοινωνική συμμαχία των υποτελών τάξεων, που σχηματίζεται με βάση μια δική της αυτόνομη δυναμική, ανεξάρτητα από τις αντιπαραθέσεις και τις κινήσεις στο πολιτικό επίπεδο, και που σήμερα εξακολουθεί να υφίσταται σε πλήρη ασυμβατότητα με τον ΣΥΡΙΖΑ ;
Kαι τέλος : Γιατί ένα μεγάλο κομμάτι των “υποτελών” ψηφίζει στις εκλογές του Σεπτεμβρίου τον “μεταλλαγμένο” ΣΥΡΙΖΑ ; Επειδή αποδέχθηκαν το αναπόφευκτο του νεοφιλελεύθερου μονόδρομου ; Από αδράνεια ; Eπειδή δεν πρόλαβαν να αντιληφθούν την μετάλλαξη ; Aπό ένα βαθύτερο δεσμό εμπιστοσύνης που αντέχει ; Επειδή μεταλλάχθηκαν και αυτοί ;
Aς προσπαθήσουμε να βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά, μ’ ένα προσωρινό έστω πρόσημο αμφιβολίας στις γραμμικές ερμηνείες.
*Ο όρος “μετάλλαξη” έχει ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο. Υποδηλώνει όχι μια απλή αλλαγή, αλλά μια βαθύτερη, ριζική μεταβολή της υπόστασης ενός οργανισμού, μεταβολή γενετικού χαρακτήρα. Προκειμένου για ένα πολιτικό κόμμα, ο όρος δεν μπορεί επομένως παρά να σημαίνει την αλλοίωση της ταυτότητάς του, δηλαδή των θεμελιακών χαρακτηριστικών και προταγμάτων του. Μια πειστική “θεωρία της μετάλλαξης” λοιπόν είναι υποχρεωμένη να μιλήσει γι αυτήν την αλλοίωση συγκεκριμένα• για τη διαδικασία της νεοφιλελεύθερης διάβρωσης των ταυτοτικών στοιχείων του ΣΥΡΙΖΑ, τα αίτια και τη χρονικότητά της• για όσα δεν μπορούν να αναχθούν στη συγκυρία και να ερμηνευθούν αποκλειστικά μέσω αυτής.
Υπάρχουν προσεγγίσεις που κινούνται σε μια τέτοια κατεύθυνση, επιχειρώντας να προσδώσουν στο στερεότυπο της μετάλλαξης ένα ιστορικό και ιδεολογικό βάθος. Εχουν όλες τους ένα κοινό υπόβαθρο : την ανάγουν σε μια ανακύκλωση αντιθέσεων που επανέρχονται διαρκώς, παρόλο που υποτίθεται ότι συντέθηκαν στην συλλογική ταυτότητα. Αυτό που διαφοροποιείται είναι η καταγωγή και η αφετηρία εκκίνησης της μετάλλαξης.
Το 2012 είναι ένα από τα ορόσημα. Tότε υποτίθεται ότι ξεκινά η ήττα του “κινηματισμού” από τον “κυβερνητισμό” στον οποίο εγκλωβίζεται η “σημερινή ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ”, εγκαταλείποντας τη συγκρουσιακή στρατηγική και προσχωρώντας στη λογική μιας ήπιας διαχείρησης των νεοφιλελεύθερων καταναγκασμών. Αυτή η προσέγγιση αποσιωπά τον καθοριστικό ρόλο που διαδραμάτισε το διακύβευμα της διεκδίκησης της διακυβέρνησης στον προς τα αριστερά προσανατολισμό του ετερογενούς και αντιφατικού αντιμνημονιακού αισθήματος των λαϊκών στρωμάτων. Αυτή η προσέγγιση επαναφέρει τις αντιλήψεις για την “ανετοιμότητά μας να κυβερνήσουμε”, για την “διακυβέρνηση ως αυτοσκοπό”• γι αυτό που ο Χ.Λάσκος χαρακτηρίζει ως « προσπάθεια να πάρουμε την κυβέρνηση με όρους που δεν αντιστοιχούσαν στην Αριστερά [αφού] ούτε ο τρόπος που έπεσε η κυβέρνηση Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ ήταν το όνειρό μας [ και αφού] εκεί που θα έπρεπε να ήταν τα κινήματα, οι κινητοποιήσεις, η “από κάτω’’ προσπάθεια, είχαμε ένα κοινοβουλευτικό τέχνασμα».
Υπάρχει επίσης μια άποψη που αναζητά την ερμηνεία της μετάλλαξης ακόμα πιο βαθειά στο παρελθόν. Στην αέναη αντιπαράθεση του αριστερού ριζοσπαστισμού με ένα “δεξιό ρεφορμιστικό ρεύμα”, το οποίο στην προκειμένη περίπτωση έχει κατισχύσει. Αυτό το ρεύμα κουβαλάει και επιβάλλει «αυταπάτες [ως προς το κοινωνικό-ταξικό τοπίο και ως προς την Ευρώπη] που μας έρχονται απ’ ευθείας από το πολιτικό και το ιδεολογικό φορτίο του παλιού ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ, και αν πηγαίναμε πιο πριν, από τον Λεωνίδα Κύρκο και τους συντρόφους του». [Ιωακείμογλου]. Ή, όπως το διατυπώνει οξύτερα ο Λάσκος, η μετάλλαξη είναι «η κρύα εκδίκηση του Λεωνίδα Κύρκου [η οποία] είναι ήδη ένας θρίαμβος εν εξελίξει».
*Και οι δύο προαναφερθείσες εκτιμήσεις θίγουν πολύ σοβαρά θεωρητικά και πολιτικά ζητήματα που αξίζει να συζητηθούν εξαντλητικά. Και είναι κρίμα που δεν τέθηκαν και δεν συζητήθηκαν εγκαίρως στα πλαίσια του κοινού συλλογικού εγχειρήματος, αλλά στριμώχνονται τώρα, μέσα στην απολογητική της διάσπασης και στην ετυμηγορία περί μετάλλαξης. Γεννούν όμως και εύλογα ερωτήματα : Πώς είναι δυνατόν να επιστρέφουμε σήμερα σε μια ανάγνωση του πολιτικού ως απλής διαδικασίας ‘’εκπροσώπησης’’ ενός αυθεντικού κοινωνικού μπλοκ (το οποίο σχηματίζεται περίπου αφ’ εαυτού) ; Τι είναι αυτό που επιτρέπει την αποσάθρωση μιας ριζοσπαστικής ταυτότητας ( συγκροτημένης μέσα από την πολιτική πράξη και τον διανοητικό μόχθο χιλιάδων αριστερών) από την επιστροφή ενός παρωχημένου και εξαντλημένου ρεφορμισμού ; Πώς θα οικοδομηθεί το νέο αντιμνημονιακό μέτωπο του «χτυπάμε μαζί κι ας βαδίζουμε χωριστά», αν παρακαμφθούν αυτά τα θεμελιώδη ζητήματα ως αχρείαστα, όταν μάλιστα οι ζηλωτές του μετώπου χρεώνουν στη μη αντιμετώπισή τους τη μετάλλαξη του ΣΥΡΙZA ;
Aυτό που τελικά απομένει, δηλαδή ο αγώνας εναντίον του μνημονίου (με ό,τι ο καθένας εννοεί ως προς αυτό) μπορεί να αποτελεί τη συνεκτική πρώτη ύλη μιας νέας προσπάθειας, στο όνομα της οποίας κλονίστηκε και αποδυναμώθηκε η ανασυγκρότηση της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής αριστεράς ;
Mπορεί η “μετάλλαξη” ως αλλοίωση ταυτότητας να μη μπορεί να θεμελιώσει την τελεσίδικη απόρριψη του ΣΥΡΙΖΑ, υπάρχουν όμως δυό σοβαρά ζητήματα της συγκυρίας του Ιουλίου που επιστρατεύονται για το σκοπό αυτό : To ζήτημα του νέου μνημονίου και αυτό της παραβίασης της συλλογικής- δημοκρατικής λειτουργίας του κόμματος• ζητήματα που δεν γίνεται να παρακάμψουμε. Μόνο που η συζήτηση γι αυτά θα παραμένει ατελής, όσο δεν συμπεριλαμβάνει προβλήματα ευρύτερα, τα οποία θεωρούσαμε ότι είχαν κλείσει, αλλά η συγκυρία τα ανοίγει και πάλι. Προβλήματα στρατηγικού προσανατολισμού που επανέρχονται, με τρόπο συγκεκριμένο, απτό, και σφραγίζουν την αντιπαράθεση και τη διάσπαση.
Να μιλήσουμε λοιπόν για τη δημοκρατία στο κόμμα και για το μνημόνιο σημαίνει να μιλήσουμε για τη συνολική πορεία του κόμματος από το 2010 μέχρι σήμερα. Αν θέλουμε να αναδείξουμε τις πραγματικές διαφωνίες ως προς τη συγκυρία του Ιουλίου, πρέπει να εντοπίσουμε τις συναρθρώσεις της με το συνολικό πλαίσιο.
*Το ζήτημα της δημοκρατίας και της συλλογικότητας στο κόμμα δεν ανακύπτει αιφνιδιαστικά τον Ιούλιο. Εχει να κάνει με την ιστορικότητα της συγκρότησής του• και με την αδυναμία του ηγετικού πολιτικού προσωπικού του, στο σύνολό του, να υπερβεί την ιστορικότητα, μετασχηματίζοντάς την δημιουργικά. Ακόμα και μετά το συνέδριο της ενοποίησης, το πολιτικό υποκείμενο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να υφίσταται τις αδράνειες και τις επιβιώσεις της μετωπικής και προ-δημοκρατικής φάσης του.
Θα μπορούσε κάποιος να επικαλεστεί την πρωτοτυπία του εγχειρήματος, τις δυσκολίες μιας περίπλοκης ενοποίησης, τον καταιγιστικό ρυθμό των εξελίξεων. Δεν υποτιμώ αυτές τις πλευρές, αλλά δεν πιστεύω ότι αρκούν για να ερμηνευθούν τα ελλείμματα δημοκρατίας και συλλογικότητας. Αντίθετα, η απολυτοποίησή τους μας εμποδίζει να μιλήσουμε για ζητήματα που παραμένουν στη σκιά :
1. Το κόμμα ενοποιείται ως κόμμα πολιτικής ενότητας. Η ιδεολογική του ταυτότητα, διαμορφωμένη σε πολλά σημεία με τη λογική των μέσων όρων, αποδεικνύεται αδύναμη για να χωνέψει και να ανασυνθέσει τις επιμέρους ταυτότητες, οι οποίες παραμένουν ισχυροί και αυτόνομοι πόλοι παγιωμένων και ανθεκτικών συσπειρώσεων. Oι “τάσεις”, ως οργανωμένες εκφράσεις αυτών των ταυτοτήτων, είναι οι εγγυητές της εσωκομματικής δημοκρατίας, της ενότητας του συλλογικού πολιτικού υποκειμένου και κυρίως του “ορθού” του προσανατολισμού. Και όποτε το κρίνουν αναγκαίο, απευθύνονται στην κοινωνία άμεσα, για να υπενθυμίσουν τον ρόλο τους.
Αν αυτά ακούγονται υπερβολικά, μπορούμε να θυμηθούμε τη δήλωση της “Αριστερής Πλατφόρμας” αμέσως μετά τη λήξη του ιδρυτικού συνεδρίου : « Η Α.Π. θεωρεί πολύ θετικό το ποσοστό που συγκέντρωσε η λίστα της στο ιδρυτικό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ. Το ποσοστό καταδεικνύει εμπιστοσύνη προς την Α.Π. και επιβεβαιώνει την απήχηση που συναντούν οι θέσεις και οι εναλλακτικές προτάσεις της, όχι μόνο στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά σε όλη την Αριστερά και στον κόσμο της και ευρύτερα στην κοινωνία». Πέρα από το πνεύμα της διακριτότητας, της υπεροχής έναντι της ευρύτερης συλλογικότητας και του (κατά κυριολεξία) σεχταρισμού, αυτή είναι δήλωση ενός “κόμματος εν αναμονή”• όποτε η ιστορική στιγμή το καλέσει.
Μπορεί λοιπόν να θεωρούμε την ύπαρξη των τάσεων ως την εμβληματική απάντηση στην πνιγηρή και παραλυτική μονολιθικότητα, αλλά δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τις εμπειρίες : Διαμεσολαβημένη από τον αυταρχικό κομφορμισμό τους, η συλλογικότητα υπήρξε εξαρχής μια συλλογικότητα περιορισμένη και τυπική, υποκείμενη σε εκ προοιμίου διαιρέσεις. Και η κρίση του Ιουλίου ολοκληρώνει τη διαίρεση, λειτουργώντας σαν μαγνήτης που διαχωρίζει τα ρινίσματα στους δύο πόλους του.
2. Η δημοκρατία σ’ ένα αριστερό κόμμα προφανώς αποτυπώνεται σε δομές και λειτουργικούς κανόνες. Δεν εξαντλείται όμως σ’ αυτά• ούτε βέβαια στη φιλελεύθερη συνθήκη του “σεβασμού των δικαιωμάτων της μειοψηφίας”. (H δημοκρατική διαλεκτική πλειοψηφίας-μειοψηφίας είναι πιο σύνθετο πρόβλημα). Ο καθοριστικός όρος είναι η πρωτογενής συμμετοχή των μελών στη διαμόρφωση της πολιτικής του. Η απουσία του παράγει το δημοκρατικό έλλειμμα, που γίνεται αντιληπτό και ερμηνεύεται συνήθως ως οργανωτικό ζήτημα.
Υποστηρίζω λοιπόν ότι το πρόβλημα δημοκρατίας στον ΣΥΡΙΖΑ έγκειται στην παρατεταμένη αποξένωση των μελών του από την παραγωγή της πολιτικής του (όχι μόνο της “γενικής πολιτικής, αλλά της πολιτικής σε κάθε κοινωνικό χώρο). Η κομματική βάση δίνει εκλογικές και κοινωνικές μάχες, δεν είναι όμως ο φορέας μιας προγραμματικής πολιτικής πρακτικής. Παρακολουθεί και σχολιάζει την πολιτική και την ταυτότητα που διαμορφώνονται μέσα από αντιπαραθέσεις και συμβιβασμούς στην κορυφή, αλλά η σχέση της με τις διαδικασίες παραγωγής πολιτικής είναι σχέση εξωτερικότητας, μια παθητική σχέση.
Το πρόβλημα δεν είναι ότι τον Ιούλιο «το κόμμα επιλέγει την αφομοίωση από την κυβέρνηση ή την αντιμετώπιση της κυβέρνησης ως το μόνο νοητό υποκείμενο άσκησης πολιτικής» [Δημ. Παπαδάτος]. Το πρόβλημα είναι ότι, δυστυχώς, η κυβέρνηση είναι στη συγκυρία το μόνο πραγματικό υποκείμενο άσκησης πολιτικής. Οσοι όμως “ανακαλύπτουν” τον πολιτικό παροπλισμό του κόμματος τον Ιανουάριο ή τον Ιούλιο κάνουν λάθος.
Τα ελλείμματα συλλογικότητας και δημοκρατίας αφήνουν το αποτύπωμά τους στην εσωκομματική κρίση. Η ανάληψη της διακυβέρνησης πυροδοτεί την “ωρίμανση” του κόμματος με τρόπο βίαιο, καθώς τα μέλη δεν ενσωματώνονται στις διαδικασίες της. Η πρόταση να επιστρατευθούν τα μέλη την τελευταία στιγμή για να λυθεί η κρίση μέσω ενός Συνεδρίου, είναι μια απόπειρα μετάθεσης της ευθύνης για την ενότητα. Ένα Συνέδριο οργανωμένο με διαδικασίες εξπρές, με διλημματικό περιεχόμενο πάνω σε ασαφή επίδικα, δεν θα ήταν τίποτα περισσότερο από την τελετουργική επικύρωση μιας ήδη δρομολογημένης διάσπασης. Οσοι υποστήριξαν τη διεξαγωγή του ως διέξοδο και επικαλέστηκαν τη μη πραγματοποίησή του ως αιτία αναπόφευκτης ρήξης έκαναν λάθος.
*Η πολιτική διαφωνία επί της συγκυρίας με επίκεντρο το 3ο μνημόνιο είναι ο σκληρός πυρήνας της αντιπαράθεσης που οδηγεί στη διάσπαση. Στο όνομά της θυσιάζεται η ενότητα του συλλογικού εγχειρήματος, για την οποία η πλειοψηφία των στελεχών και των μελών που αποχώρησαν αγωνίστηκε επί χρόνια. Η ενότητα θεωρείται πιά το όριο που πρέπει να διαρραγεί, προκειμένου να διασωθεί ο αριστερός ριζοσπαστισμός• το άλλοθι νομιμοποίησης της μνημονιακής μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν θα επαναλάβω εδώ την κριτική που έχω ασκήσει στις απόψεις των αποχωρησάντων. Προσπάθησα να το κάνω σε παλιότερα άρθρα και σημειώματα. Και την έχουν διατυπώσει και άλλοι πολλοί με μεγαλύτερη επάρκεια. Η εκατέρωθεν επιχειρηματολογία έχει εκτεθεί αναλυτικά. Θα μπορούσα επίσης να παραπέμψω στο πρόσφατο σχετικό άρθρο του Τάσου Τρίκκα ( Η ΕΠΟΧΗ, 1.11 – Το ίζημα ), ο οποίος δεν καταχωρείται στους πραιτωριανούς « του Τσίπρα και της παρέας του». Θέλω όμως να ξαναπώ, ότι η επιλογή της διάσπασης αποτελεί κορυφαίο, ιστορικό λάθος, το οποίο υπακούει στη γνωστή αριστερή νεύρωση της διαρκούς “φυγής προς τα εμπρός”, τα αποτελέσματα της οποίας η ιστορική ανανεωτική αριστερά βίωσε με οδυνηρό τρόπο. Και θέλω να επισημάνω πολύ συνοπτικά κάποια σημεία που απαιτούν ίσως μια ωριμότερη προσέγγιση από όλους,
1. Mε τα μνημόνια υλοποιείται το νεοφιλελεύθερο σχέδιο της εσωτερικής υποτίμησης ως δρόμος για την αντιμετώπιση της κρίσης. Τα αποτελέσματα της οικονομικής διάλυσης και της κοινωνικής καταστροφής για την περίοδο 2010-2014 έχουν αποτυπωθεί σε δείκτες και στην καθημερινότητα των ανθρώπων, έχοντας πλήξει κυρίως τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Η αντιμετώπιση υπαρκτών οικονομικο-κοινωνικών παθογενειών ήταν απλώς ένας συνοδευτικός μύθος. Επ’ αυτού δεν θα ξαναγράψουμε την ιστορία με ‘’αναθεωρητικές προσαρμογές”. Το τρίτο μνημόνιο δεν είναι βεβαίως το επαχθέστερο όλων. Όμως, παρά τις κάποιες οριακές ελαστικότητες που το διακρίνουν, κινείται από τη σκοπιά των κυρίαρχων στην ίδια κατεύθυνση και εξακολουθεί να διαμορφώνει μια σκληρή κοινωνική πραγματικότητα. Δεν έχει νόημα να ‘’διορθώνουμε” την εικόνα με ιδεολογήματα και ωραιοποιήσεις. Το ανοιχτό ερώτημα είναι αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταφέρει να προκαλέσει ρήγματα και μετατοπίσεις στην εφαρμογή του μνημονίου, αν δηλαδή θα αποδώσει μια στρατηγική περικύκλωσης με ισχυρές μεταρρυθμιστικές τομές σε περιφερειακά πεδία της εξουσίας. Αλλά εδώ δεν υπάρχουν βεβαιότητες. Υπάρχει ένα πολιτικό ρίσκο χωρίς, προς το παρόν, απτά αποτελέσματα.
2. Ετσι κι αλλιώς, και πριν και μετά τον Ιούλιο, η στρατηγική μας κινείται στη μεθόριο μεταξύ μιας απελευθερωτικής προοπτικής για τις εργαζόμενες τάξεις και την κοινωνία και μιας εκκωφαντικής αποτυχίας. Δηλαδή στην κόψη του ξυραφιού. Είναι αυτός ο πολιτικός βολονταρισμός που επικαθορίζει ολόκληρη την ιστορική φάση από το 2010 μέχρι σήμερα, χωρίς ακόμα να έχει αποκρυσταλλωθεί σε μια πολιτική και ευρύτερη ηγεμονία.
3. Μέσα από την αντίδραση εναντίον της λιτότητας και αντίρροπα προς τις τάσεις κοινωνικής διάλυσης, σχηματίζεται ένα κοινωνικό ρεύμα αντίθεσης στα μνημόνια και σε ό,τι αυτά εκφράζουν• χειραφετείται από την πολιτική επιρροή των κομμάτων του παραδοσιακού δικομματισμού και αναζητά μια νέα πολιτική εκπροσώπηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ συνομιλεί μαζί του, στέκεται δίπλα του, επιχειρεί να το κατανοήσει και να το ριζοσπαστικοποιήσει. Από τη συνάντηση, αναδύεται ένα νέο ‘’εμείς”, αντιπαραθετικό προς το ‘’αυτοί” των κυρίαρχων. Αυτή είναι η πραγματική κοινωνικο-πολιτική ρήξη μετά το 2010, μαζί με την ανάληψη της διακυβέρνησης από την Αριστερά.
Αυτό το “εμείς”, αντιφατικό, πολυσθενές, λαϊκό και λαϊκότροπο έχει μέσα του την τάση να εξελιχθεί σ’ ένα “μπλοκ”, με την πραγματική σημασία του όρου, αλλά αυτή η τάση δεν ολοκληρώνεται μέχρι σήμερα, παρά τον ενθουσιώδη βερμπαλισμό μας. Και εδώ πρέπει όλοι, εναπομείναντες και αποχωρήσαντες, να σκεφτούμε τι δεν κάναμε σωστά.
4. Υποστηρίζω ότι το χτίσιμο μιας ανθεκτικώτερης και βαθύτερης σχέσης με την κοινωνία, και ένας αριστερός προσανατολισμός των βασικών κοινωνικών μας απευθύνσεων, απαιτεί μια απαιτητικώτερη προσέγγιση, μια λιγώτερο παθητική πρόσληψη των αυθόρμητων κοινωνικών αιτημάτων. Δεν αρκεί να “αφουγκραζόμαστε” την κοινωνία, πρέπει να της λέμε και τις δικές μας αλήθειες. Το αριστερό φρόνημα δεν εμπεδώνεται για παράδειγμα, με τα ΝΑΙ στα προνόμια κοινωνικών ομάδων στην πρόωρη συνταξιοδότηση και στην κατάργηση του φόρου ακίνητης περιουσίας για όλους εκτός από μια χούφτα πλουτοκράτες. Ούτε με το κλείσιμο του ματιού στον επι χρόνια πρωταθλητισμό φοροδιαφυγής μεγάλων κατηγοριών ελεύθερων επαγγελματιών, ή με την αποσιώπηση του γεγονότος ότι ο σημερινός τρόπος φορολόγησης των αγροτών καλύπτει την τεράστια φοροαποφυγή των καπιταλιστών μεσαζόντων. Και από την άλλη η εμμονή στην ταξικότητα ως αφετηρία για την οικοδόμηση της ηγεμονίας δεν σημαίνει ότι θα επιστρέψουμε στην αριστερή,προ-πολιτική φάση του «κόμματος – εκφραστή συμφερόντων», αφήνοντας έξω από τον πολιτικό μας ορίζοντα τη συνολική κοινωνική κίνηση.
5. Θα κλείσω με μια επισήμανση που απαιτεί μια λεπτομερέστερη επιχειρηματολογία που ξεπερνά τα όρια αυτού του σημειώματος και αφορά, με αποχρώσεις, την κριτική προς τον ΣΥΡΙΖΑ από όσους αποχώρησαν. Πρόκειται για την κεντρική θέση που κατέχει στην κριτική η ιδέα της “ρήξης” με την Ε.Ε. δηλαδή της επι της ουσίας αποχώρησης από τις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Εδώ οι σύντροφοι χρωστούν μια συγκεκριμένη αποσαφήνιση : α) Ανακαλύφθηκε τον Ιούλιο ότι η Ευρώπη και η ενοποίησή της κυριαρχείται από τις νεοφιλελεύθερες δυνάμεις ; β) Ποιος είναι ο αρχιμήδειος τόπος στον οποίο θα σταθούμε για να μετακινήσουμε τον προσανατολισμό της ενοποίησης μετά τη ρήξη ; Και για να πώ ευθέως τη δική μου άποψη : Αυτή η θέση αμφισβητεί ευθέως μια σταθερά στρατηγικού χαρακτήρα της ανανεωτικής αριστεράς και υποδεικνύει μια ριζική αλλαγή του στρατηγικού παραδείγματος. Εδώ έχουμε όντως την απόφαση μιας μετάλλαξης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου