Στις 5 Νοεμβρίου του 1959, με νόμο που είχε ψηφίσει στη Βουλή η τότε κυβέρνηση της ΕΡΕ του Κων. Καραμανλή, αποφυλακίστηκε και απελάθηκε από την Ελλάδα ο διαβόητος εγκληματίας πολέμου Μαξ Μέρτεν, ο Ναζί αξιωματικός που οργάνωσε το Ολοκαύτωμα των 50.000 Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Επρόκειτο για μία ακόμη πράξη δουλοπρέπειας των μεταπολεμικών κυβερνήσεων απέναντι στους ξένους "προστάτες" της χώρας αλλά και στα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα της εποχής.
Ο Ναζί Μαξ Μέρτεν, είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση 25 ετών, καθώς με τη στενή συνεργασία του με την ειδική ομάδα SD, που είχε στείλει στη Θεσσαλονίκη ο διαβόητος Άντολφ Άιχμαν (Αλόϊς Μπρούνερ- Βισλιτσένι), είχε οργανώσει τον εκτοπισμό του εβραϊκού πληθυσμού της πόλης στα κρεματόρια του Άουσβιτς.
Η υπογραφή του Μέρτεν βρισκόταν στα έγραφα για τη χρησιμοποίηση των Εβραίων σε καταναγκαστικά έργα, τη δήμευση των εβραϊκών περιουσιών και του εβραϊκού νεκροταφείου, όπως και στο διάταγμα για τη μεταφορά του ντόπιου εβραϊκού πληθυσμού, που αριθμούσε περίπου 56.000 άτομα. Η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή με το νόμο 4016/1959, θέσπισε ότι «αναστέλλεται αυτοδικαίως πάσα δίωξις Γερμανών υπηκόων φερομένων ως εγκληματιών πολέμου, καθώς και η εκτέλεσις πάσης ποινής ή το υπόλοιπον ταύτης»! Με βάση τη διάταξη αυτή, ο Μέρτεν αποφυλακίστηκε στις 5 Νοεμβρίου του 1959 και απελάθηκε στη Γερμανία, για να εκτίσει
εκεί την ποινή του. Όμως, τα γερμανικά δικαστήρια τον απάλλαξαν και ο «δήμιος της Θεσσαλονίκης» αποδόθηκε λευκός στην κοινωνία...
H δράση του Μέρτεν στη Θεσσαλονίκη
Ο Μαξ Μέρτεν ήρθε στη χώρα μας τον Απρίλιο του 1942, ένα χρόνο μετά τη γερμανική εισβολή, συνοδευόμενος από τον υπασπιστή του, Μάισνερ, με τον οποίο και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη τη διετία 1942-1944, όπου και ανέλαβε τη γενική εποπτεία της δίωξης των Εβραίων της Μακεδονίας, σύμφωνα με την από 7 Ιουλίου 1942 σχετική διαταγή της Κομαντατούρ «περί μέτρων κατά των Εβραίων και των περιουσιών αυτών», αντικαθιστώντας σε πολλές των περιπτώσεων και τον ανώτερο στρατιωτικό διοικητή Μακεδονίας και Αιγαίου.
Θεωρούνταν ο κύριος υπεύθυνος της γενοκτονίας των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, διατάσσοντας τη μεταφορά περίπου 50.000 ατόμων στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς, καθώς και την ευθύνη της λεηλασίας των περιουσιών τους, μέχρι και τυμβωρυχίας του εβραϊκού νεκροταφείου, που υπολογίσθηκε ότι ξεπερνούσαν σε αξία το τεράστιο για την εποχή εκείνη ποσό των 125.000.000 χρυσών φράγκων.
Ο Μέρτεν (δεξιά) με τον συνήγορό του |
Ο γερμανός αξιωματικός που καταζητούνταν για τα εγκλήματά του στην Ελλάδα, συνελήφθη στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1957, όταν ήρθε ως επισκέπτης για να λάβει μέρος σε μία εμπορική διαπραγμάτευση (πληροφορίες λένε ότι ήρθε για να ανασύρει το κρυμμένο θησαυρό του από τις ληστευμένες περιουσίες των Εβραίων της Θεσσαλονίκης) και παράλληλα να παρουσιαστεί ως μάρτυρας υπεράσπισης στην εκδίκαση της υπόθεσης του μεταφραστή του, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, Άρτουρ Μάισνερ. Ο τελευταίος είχε προσφύγει στην ελληνική Δικαιοσύνη επειδή είχε δημευθεί η περιουσία του.
Ο Μέρτεν συνελήφθη εντός της αίθουσας του δικαστηρίου. Σύμφωνα με την ελληνική Δικαιοσύνη κατηγορούνταν, ως πρώην διοικητής της γερμανικής στρατιωτικής διοίκησης περιοχής Μακεδονίας, για την εκτέλεση 600 Ελλήνων καθώς και τη λεηλασία ελληνικών και ιδιαιτέρως εβραϊκών περιουσιών αξίας άνω του 1,5 εκ. χρυσών λιρών.
Το «διπλωματικό» παρασκήνιο
Τον Μάρτιο του 1958, εκδόθηκε το παραπεμπτικό βούλευμα και ορίστηκε η δίκη του. Τον Νοέμβριο του 1958, ο πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής και ο υπουργός Εξωτερικών Ε. Αβέρωφ πραγματοποίησαν επίσκεψη στη Δυτ. Γερμανία για να εξασφαλίσουν πιστώσεις για έργα υποδομής και βιομηχανικές επενδύσεις καθώς και τη μεσολάβηση του καγκελάριου Αντενάουερ για την επίλυση του Κυπριακού. Οι Δυτικογερμανοί ηγέτες ενδιαφέρονταν για τη «διείσδυση» του γερμανικού κεφαλαίου στην Ελλάδα με αντάλλαγμα να σταματήσει και η δίωξη των εγκληματιών πολέμου στην Ελλάδα, ώστε παράγοντες της οικονομικής και πολιτικής ζωής της, που βαρύνονταν με εγκλήματα ή είχαν εντάλματα για την κατοχική τους δράση, να μπορούν να μπαινοβγαίνουν ανενόχλητα στη χώρα μας.
Στις 13 Νοεμβρίου του 1958, υπογράφτηκε γερμανοελληνική οικονομική συμφωνία σε μυστικό παράρτημα της οποίας «ο Καραμανλής υποσχέθηκε στον Γερμανό Καγκελάριο Αντενάουερ ότι η Ελλάδα θα ανέστελλε όλες τις διώξεις και θα παρέδιδε τον Μέρτεν στη Γερμανία», σύμφωνα με στοιχεία που πολλά χρόνια αργότερα είδαν το φως της δημοσιότητας
Όπως αποδείχτηκε, η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε σ’ αυτή την κατάπτυστη συμφωνία, με αντάλλαγμα μερικά εκατομμύρια μάρκα. Πήραν 200 εκατομμύρια μάρκα με επιτόκιο 6% (!) και την είσοδο εταιρειών όπως η SIEMENS στην ελληνική αγορά.
Η αναστολή δίωξης του Μέρτεν
Στα τέλη Ιανουαρίου του 1959, η κυβέρνηση Καραμανλή έφερε για συζήτηση στη Βουλή νομοσχέδιο «Περί τροποποιήσεως της νομοθεσίας για τα εγκλήματα Πολέμου», σύμφωνα με το οποίο οριζόταν ότι «αναστέλλεται αυτοδικαίως και χωρίς να απαιτείται απόφασις τις δικαστηρίου, πάσα δίωξις Γερμανών υπηκόων φερομένων ως εγκληματιών πολέμου, καθώς και η εκτέλεσις πάσης ποινής ή το υπόλοιπον ταύτης».Υπουργός Δικαιοσύνης στην Ελλάδα τότε ήταν ο Κωνσταντίνος Καλλίας που δήλωσε «πρέπει να παραμεριστούν τα εμπόδια δια την ανάπτυξιν των σχέσεών μας με την Δυτικήν Γερμανίαν», και χαρακτήρισε την ψήφιση του νόμου ως μία πολιτική πράξη.
Αναφορές στο νομικό εκείνο έκτρωμα δημοσίευσαν πολλές ευρωπαϊκές εφημερίδες και περιοδικά, ενώ οι Times λοιδορώντας την Ελλάδα έγραφαν «Η Ελλάς αμνηστεύει τους σφαγείς της». Αλλά και στο εσωτερικό οι αντιδράσεις πολλών βουλευτών ήταν επίσης έντονες, ιδιαίτερα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, του Ηλία Τσιριμώκου και του Σταύρου Ηλιόπουλου που κατηγόρησαν την κυβέρνηση για υποχώρηση και ενδοτικότητα.
Στο δε ξεσηκωμό των Καλαβρυτινών σχετικά με τον νόμο, ο τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Παναγιώτης Κανελλόπουλος δήλωνε από το βήμα της Βουλής: «κατέχομαι υπό βαθείας ευλαβείας έναντι των θυμάτων των Καλαβρύτων, αλλά αι σφαγαί εκεί προεκλήθησαν ως αντίποινα δια φόνους Γερμανών και μάλιστα αιχμαλώτων…», δηλώσεις που προκάλεσαν έντονη οργή. Συνέπεια όλων αυτών, ήταν τελικά το διάταγμα αυτό να καταψηφιστεί απ΄ όλη την αξιωματική αντιπολίτευση που διαμαρτυρόταν για την απαράδεκτη μεθόδευση.
Ο εισηγητής της πλειοψηφίας Παπαρρηγόπουλος δήλωσε ότι στην περίπτωση Μέρτεν θα γινόταν εξαίρεση και ο Γερμανός ναζί θα έμενε στη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων. Όπως αποδείχθηκε, επρόκειτο για μία παραπλανητική κίνηση προκειμένου η κυβέρνηση να κατευνάσει την οργή της αντιπολίτευση
Τελικά η δίκη του Μαξ Μέρτεν ξεκίνησε στις 11 Φεβρουαρίου του 1959 στο Ειδικό Στρατοδικείο Εγκλημάτων Πολέμου στην Αθήνα στο οποίο προέδρευε ο συνταγματάρχης Κοκορέτσας, ο οποίος είχε αποκλείσει τους πολιτικούς ενάγοντες για να αποφευχθεί κάθε πολιτικοποίηση του ζητήματος. Ο Μέρτεν προσήλθε στο δικαστήριο γελαστός και σε ερώτηση των δημοσιογράφων γιατί ήλθε στην Ελλάδα αφού γνώριζε ότι σε βάρος του εκκρεμούσε ένταλμα συλλήψεως από το 1946, απήντησε ότι κατείχε έγγραφο από το οποίο προέκυπτε ότι το 1947 έλαβε διαβεβαίωση της ελληνικής στρατιωτικής αποστολής στο Βερολίνο, ότι ουδεμία κατηγορία είχε διατυπωθεί σε βάρος του στην Ελλάδα.
Η δίκη κράτησε περισσότερο από 20 ημέρες και είχε προκαλέσει το διεθνές ενδιαφέρον, Την παρακολούθησαν κυρίως Εβραίοι, πολλοί ξένοι ανταποκριτές μέσων ενημέρωσης, όπως και πολλοί νομομαθείς, ενώ ως μάρτυρες, αθωώνοντας στην ουσία τον εγκληματία πολέμου, είχαν καταθέσει μεταξύ άλλων ο επί Κατοχής Γενικός Επιθεωρητής Νομαρχιών Μακεδονίας, Αθαν. Χρυσοχόου και ο κατοχικός αστυνομικός διευθυντής Θεσσαλονίκης Μαντούβαλος .
Στις 5 Μαρτίου του 1959 ο πρόεδρος ανακοίνωσε την ετυμηγορία της ενοχής του Μαξ Μέρτεν βάσει της οποίας του επιβλήθηκε ποινή 25 χρόνων κάθειρξη, κατά συγχώνευση, για παράνομες φυλακίσεις και εγκλεισμούς σε στρατόπεδα συγκέντρωσης χριστιανών και Εβραίων, φόνους και θάνατο από ασιτία Ισραηλιτών, τρομοκράτηση σε βάρος 56.000 Ισραηλιτών, καταστροφή του Εβραϊκού νεκροταφείου της Θεσσαλονίκης, εκτοπίσεις 40.000 Εβραίων σε γερμανικά στρατόπεδα κ.λπ.
Το φθινόπωρο του 1959 η υπόθεση Μέρτεν ήλθε και πάλι στην επικαιρότητα με το νομοσχέδιο που κατέθεσε η κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε., με το οποίο γινόταν τροποποίηση του προηγούμενου σχετικού νόμου και επιτρεπόταν η αποφυλάκιση των εγκληματιών πολέμου που είχαν ήδη καταδικαστεί και κρατούνταν ήδη σε ελληνικές φυλακές.
Ακολούθησε θυελλώδης συζήτηση στη Βουλή. Κάτω από τον καταιγισμό πυρών Ε.Δ.Α. και Δημοκρατικής Ενώσεως, η κυβέρνηση δια του αντιπροέδρου της, Παναγιώτη Κανελλόπουλου, απάντησε ότι η Ε.Ρ.Ε. είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στη "σημερινή Γερμανία" και ότι ο μόνος εγκληματίας πολέμου που βρισκόταν σε ελληνικές φυλακές, ο Μέρτεν, έπρεπε να απελαθεί και να παραδοθεί στη χώρα του.
Τελικά το νομοσχέδιο ψηφίστηκε και στις 5 Νοεμβρίου του 1959 ο Μέρτεν αποφυλακίστηκε και απελάθηκε από την Ελλάδα.
Ευθύς μετά την άφιξή του στη Δυτική Γερμανία συνελήφθη με ένταλμα των γερμανικών δικαστικών αρχών και δικάστηκε στο Βερολίνο. Ο ανακριτής αποφάσισε να παραμείνει ελεύθερος με τον όρο να παρουσιάζεται στην αστυνομία δύο φορές την εβδομάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου