Του Στράτου Καπετάνιου
Στο εφιαλτικό ποσό των 75,8 δισ. ευρώ ανήλθε το ύψος των συνολικών μέτρων που επιβλήθηκαν από το 2010 στην ελληνική οικονομία, σύμφωνα με τα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (ΓΛΚ) και της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ). Μέχρι και το 2014 έχουν επιβληθεί μέτρα συνολικού ύψους 65,8 δισ. ευρώ, που ανέρχονται στο 37,6% του ΑΕΠ.
Μνημόνιο 1
Το συνολικό ύψος των πρόσθετων μέτρων σε διάρκεια 2,4 ετών (2010-2012) ανήλθε σε 40,6 δισ. ευρώ, ενώ το ύψος των μέτρων σε ετήσια βάση έφτασε τα 16,9 δισ. Κατά τη διάρκεια του πρώτου μνημονίου δεν υπήρξε συμφωνία σε σχέση με τα πρωτογενή πλεονάσματα που θα έπρεπε να πετύχει η ελληνική κυβέρνηση ούτε κάποια δέσμευση για αναδιάρθρωση χρέους.
Μνημόνιο 2
Κατά το δεύτερο μνημόνιο διάρκειας 2,6 ετών, το ύψος των πρόσθετων μέτρων άγγιξε τα 25,2 δισ. ευρώ, κατανεμημένα σε 9,7 δισ. σε ετήσια βάση. Και πάλι καμία συμφωνία δεν έγινε σε σχέση με τα πρωτογενή πλεονάσματα ή την αναδιάρθρωση του χρέους, με εξαίρεση το PSI.
Σχέδιο Χαρδούβελη
Το σχέδιο Χαρδούβελη προέβλεπε μέτρα ύψους 1 δισ. για ένα έτος, ενώ υπήρξε συμφωνία με τους εταίρους για την επίτευξη συγκεκριμένων πρωτογενών πλεονασμάτων: 3% για το 2015, 4,5% για τα έτη 2106-2017 και 4,2% για το 2018. Το σύνολο των απαιτούμενων πλεονασμάτων σε ποσοστό του ΑΕΠ ανερχόταν στο 16,2% ή, αλλιώς, σε 29,2 δισ. ευρώ. Παράλληλα, η προσαρμογή του ετήσιου κόστους των μέτρων λόγω ελάφρυνσης των πρωτογενών πλεονασμάτων θα ανερχόταν σε 1 δισ., ενώ η προσαρμογή του ετήσιου κόστους λόγω και αναδιάρθρωσης του χρέους θα έφτανε το 1 δισ. ευρώ.
Σχέδιο Γιούνκερ
Το συνολικό ύψος των πρόσθετων μέτρων διάρκειας 1,5 έτους (2015-2016) ανερχόταν, σύμφωνα με το σχέδιο Γιούνκερ, στα 8 δισ. ευρώ, ενώ το ύψος των μέτρων σε ετήσια βάση σε 5,3 δισ.
Μνημόνιο 3
Στο τρίτο μνημόνιο διάρκειας 3,5 ετών (2015-2018) το συνολικό ύψος των πρόσθετων μέτρων φτάνει τα 10 δισ. ευρώ, με το ύψος των μέτρων στα 2,9 δισ. σε ετήσια βάση. Τα πρωτογενή πλεονάσματα που συμφωνήθηκαν ήταν: 0,25% για το 2015, 0,5% για το 2016, 1,75% για το 2017 και 3,5% για το 2018. Το σύνολο των απαιτούμενων πλεονασμάτων σε ποσοστό του ΑΕΠ φτάνει το 5,5% ή, αλλιώς, τα 9,3 δισ. ευρώ. Την ίδια στιγμή, η προσαρμογή του ετήσιου κόστους μέτρων λόγω ελάφρυνσης πρωτογενών πλεονασμάτων άγγιξε τα 2,6 δισ., ενώ η εξοικονόμηση κόστους λόγω αναδιάρθρωσης χρέους την τριετία 2016-2018 ανέρχεται στα 3,8 δισ. ευρώ. Ωστόσο, διαπιστώνεται από τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ ότι η επιβολή της λιτότητας απέτυχε σε όλα τα επίπεδα, καθώς οδήγησε σε βαθιά ύφεση, συρρίκνωση επενδύσεων, απώλειες εισοδημάτων, πρωτοφανή μείωση καταθέσεων, εκτίναξη της ανεργίας κ.λπ.
Αθροιστικά, την περίοδο 2010-2014 το ύψος των μέτρων ήταν 65,8 δισ. ευρώ και το ονομαστικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 58,4 δισ. ευρώ. Η πτώση του ΑΕΠ αντανακλά τη σημαντική μείωση επενδύσεων, απασχόλησης και εισοδημάτων. Ειδικότερα, η επενδυτική δαπάνη από 38,3 δισ. ευρώ το 2010 μειώθηκε πάνω από 50% και υποχώρησε το 2014 στο ποσό των 19,94 δισ. ευρώ. Η ανεργία αυξήθηκε θεαματικά την ίδια περίοδο. Από το 12,7% που είχε διαμορφωθεί το 2010, εκτινάχθηκε στο 26,5% το 2014, με κίνδυνο περαιτέρω αύξησης. Ο αριθμός των ανέργων, από 639.375 άτομα το 2010, αυξήθηκε σε 1.272.500 το 2014. Οι καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων τον Δεκέμβριο του 2010 ήταν 209,6 δισ. ευρώ, για να υποχωρήσουν τον Δεκέμβριο του 2014 σε 133,7 δισ. ευρώ.
Παράλληλα, η πολιτική που επέβαλαν οι δανειστές στις ελληνικές κυβερνήσεις από το 2010 δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει ούτε το βασικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, το δημόσιο χρέος. Παρά τα μέτρα, παρά τα δύο κουρέματα που πραγματοποιήθηκαν το 2012 (PSI και επαναγορά) και τη διαγραφή χρέους ύψους 138 δισ. ευρώ, το ποσοστό του χρέους προς το ΑΕΠ από 145,7% του ΑΕΠ το 2010 βρέθηκε στο τέλος του 2014 στο 177,8% του ΑΕΠ, δηλαδή σε μη βιώσιμα επίπεδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου