της Γιώτας Ιωακειμίδου http://www.schooltime.gr
Οκτώβριος του 1919 ήταν, όταν
ήρθε η εντολή του εκτοπισμού στο Αλτίνογλου τσιφλίκ, το χωριό των
γιαγιάδων μου. Οι τούρκοι διασκόρπισαν συστηματικά τους εκτοπισμένους,
ακόμα και μέλη της ίδιας οικογένειας χώριζαν στέλνοντας τους σε
διαφορετικές πορείες θανάτου.
Έτσι και οι κάτοικοι του τσιφλίκ
χωρίστηκαν σε διαφορετικές ομάδες, ακολούθησαν παράλληλες πορείες, αλλά
διαφορετικές. Μια μεγάλη ομάδα μετά από πεζοπορία πολλών ημερών φτάνει
στο Διαρπεκίρ. Μένουν εδώ περίπου τρεις μήνες, κάνουν κάποια
μεροκάματα
στους Τούρκους και έτσι επιβιώνουν. Κάνουν πολλές δουλειές εδώ,
καθαρίζουν τους δρόμους από τα γκρεμισμένα σπίτια των Αρμένων, οι
γυναίκες δουλεύουν σε σπίτια. Επόμενος σταθμός η Μαλάτεια. Έξω από την
πόλη υπήρχε μια γέφυρα του Ευφράτη ποταμού. Το σχέδιο ήταν να
διανυκτερεύσουν πάνω στη γέφυρα, να μην μπουν καθόλου μέσα στην πόλη.
Μια φήμη άρχισε τότε να υφέρπει για το σκοτεινό σχέδιο των τσεντερμέδων,
να τους ρίξουν στο ποτάμι. Τα κλάματα και οι οδυρμοί των γυναικόπαιδων
όπλισε με ξύλα και ρόπαλα τα χέρια των αντρών και έτσι εξαναγκάστηκαν
οι συνοδοί τσεντερμέδες να τους αφήσουν να περάσουν τη νύχτα τους στην
στεριά, κοντά στο ποτάμι. Τη νύχτα κάποιοι τούρκοι προσπάθησαν να
αρπάξουν νέες γυναίκες και κορίτσια, αλλά οι άντρες εξαγριώθηκαν και
τους ξυλοφόρτωσαν. Στη Μαλάτεια έμειναν δυο μήνες περίπου. Η πείνα, οι
αρρώστιες, οι κακουχίες τους θέρισαν. Περίπου το 75% από αυτή την ομάδα
πέθαναν μην αντέχοντας στις συνθήκες εξαθλίωσης. Όσοι επέζησαν,
συναντήθηκαν με άλλες ομάδες και πάντα πεζοπορώντας φτάσανε στο Χαλέπι
της Συρίας. Στη Συρία, που ήταν τότε γαλλική αποικία, για πρώτη φορά
συναντούν την συμπόνια και το ανθρώπινο πρόσωπο των κατοίκων. Ο
Αμερικάνικος Ερυθρός Σταυρός τους περίμενε εδώ και τους βοήθησε. Κάθε
μέρα τους μοίραζε μιάμιση οκά ψωμί και έξι γρόσια.
Τελευταίος σταθμός είναι η Βηρυτός του
Λιβάνου, το Περότ. Η παραμονή εδώ είναι σύντομη, σε είκοσι μέρες
επιβιβάζονται στο καράβι για την Ελλάδα. Βρισκόμαστε στα 1920. Αρχές της
χρονιάς αυτής αποβιβάζονται στον Άγιο Γεώργιο στο Κερατσίνι για να
περάσουν από καραντίνα. Τέλος του ταξιδιού για την ομάδα αυτή, με τρένο
πάνε Θεσσαλονίκη, Αμύνταιο και κατόπιν με κάρα της επιτροπής
αποκατάστασης προσφύγων φτάνουν στο Χαιδαρλί.
Άλλη ομάδα των κατοίκων του Αλτίνογλου
τσιφλίκ από άλλη πορεία κατέληξε και αυτή στη Μαλάτεια. Πέρασε σε
κουρδικά χωριά. Στο χωριό Ελμαντίν έμειναν έναν ολόκληρο χρόνο. Οι
συνθήκες εδώ ήταν πάρα δύσκολες. Συνέχιζαν να ταλαιπωρούνται από την
πείνα, την ψείρα και την αρρώστια. Εδώ άφησαν τα κόκκαλα τους πάρα
πολλοί, αλλά και όσοι ζούσαν ήταν πιο κοντά στον θάνατο παρά στην ζωή.
Όσοι άντεξαν συνέχισαν την πορεία προς τη Συρία. Το κλίμα στο Χαλέπι
ήταν πολύ βαρύ. Εδώ πέθανε και ένα από τα παιδιά της γιαγιάς μου από τον
πρώτο της άντρα. Η γιαγιά μου η Σοφία απέδιδε τον θάνατο του παιδιού
στη βαριά σκιά μιας συκιάς. Είχαν κατασκηνώσει κάτω από συκιές. Καθώς
ήταν ταλαιπωρημένοι και το κλίμα ήταν ανυπόφορο και βαρύ, δεν άντεξαν τα
παιδιά και οι γέροι. Ιντζίρ έλεγε τη συκιά η γιαγιά μου και τη
θεωρούσε υπεύθυνη για τον θάνατο του παιδιού της. Στο Χαλέπι την εποχή
που υπογράφηκε η συνθήκη ανταλλαγής ήταν χιλιάδες πόντιοι. Περίπου 10
χιλιάδες φερμένοι από όλον τον Πόντο. Εδώ βρέθηκαν και οι πρόγονοι μου
από τη μεριά του παππού μου Ιωακειμίδη Αλέξιου .
Στο Χαλέπι θα μείνουν σχεδόν έναν χρόνο
μέσα σε σπηλιές. «Μαγαράδας» όπως τις έλεγαν οι πόντιοι. Αυτές οι
σπηλιές έγιναν το σπίτι τους για μήνες. Εδώ μαγείρευαν, έπλεναν,
κοιμόντουσαν. Η βοήθεια του Αμερικάνικου ερυθρού σταυρού δεν ήταν αρκετή
για να κορέσει την πείνα τους. Οι γυναίκες και τα παιδιά ζητιάνευαν στα
σπίτια των Συρίων και χάρη στην ελεημοσύνη αυτών των ανθρώπων επέζησαν.
Οι άντρες έκαναν μεροκάματα στα χωράφια. Θέριζαν σιτάρια, έκαναν
χαμαλίκια. Παρ όλες τις δύσκολες συνθήκες, τη φτώχεια τους, τις
αρρώστιες τους, παρέμεναν χαρούμενοι άνθρωποι και έλπιζαν σε μια
καλύτερη ζωή που τους περίμενε στην Ελλάδα. Τα βράδια εκεί στις σπηλιές
στήνονταν γλέντια με τον ζουρνατζή να παίζει και όλοι μαζί να χορεύουν.
Δεν τους έλειπε και η αλληλεγγύη. Όσοι από αυτούς δεν είχαν κανέναν
τρόπο επιβίωσης, τους βοηθούσαν όλοι οι άλλοι.
Τελευταίος σταθμός πάντα για όλες τις
ομάδες ήταν το Περότ, η Βηρυτός. Αυτή η ομάδα των τσιφλικλήδων έμεινε
εδώ τρεις μήνες. Αποδεκατισμένοι ήδη από τις πολύχρονες πορείες,
πεθαίνουν και εδώ αρκετοί. Οι ντόπιοι τους φέρθηκαν πολύ ανθρώπινα.
Τους βοήθησαν με κάθε τρόπο, με ρούχα, τροφή, φροντίδα. Πολλές
ευκατάστατες οικογένειες πήραν κοντά τους τα ταλαιπωρημένα παιδιά για
να τα γλυτώσουν από την πείνα και τον βέβαιο θάνατο. Στους τρεις μήνες
απάνω επιτέλους φτάνει το πλοίο της σωτηρίας τους. Ήταν ένα παλιό
σαπιοκάραβο φορτωμένο τρεις χιλιάδες ψυχές. Πάνω στο πλοίο θέριζαν οι
αρρώστιες και ο θάνατος. Όσοι πέθαιναν τους έριχναν στην θάλασσα για να
μην μολύνουν και τους άλλους. Αποθηριώνεται ο άνθρωπος σε ακραίες
συνθήκες και δεν τον νοιάζει πια ο θάνατος του διπλανού του, αλλά η δική
του σωτηρία.
Είναι πια 23 Σεπτεμβρίου του 1923, όταν
η τελευταία αυτή ομάδα των προγόνων μου καταφτάνει στο λιμάνι του
Πειραιά. Κατευθείαν και αυτοί οδηγούνται στον Αι Γιώργη στο
λοιμοκαθαρτήριο. Μένουν εδώ σαράντα μέρες και στη συνέχεια με τρένο
έρχονται στην Θεσσαλονίκη. Διαμένουν μερικές εβδομάδες σε σχολεία και
εκκλησίες, μέχρι να αποφασίσει η επιτροπή που θα τους στείλει. Τους
επιβιβάζουν στο τρένο για Βεγόρα και από εκεί με κάρα της επιτροπής και
αυτοί πάνε στο Χαιδαρλί.
*Photo: Συρία – Πόντιοι πρόσφυγες στο Χαλέπι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου